ιπποπαραγωγός

ιπποπαραγωγός
at çiftliği sahibi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιπποπαραγωγός — ό 1. αυτός που ασχολείται με την παραγωγή ίππων 2. (για χώρες) αυτή που παράγει άφθονους ίππους, ιπποτρόφος …   Dictionary of Greek

  • ιπποπαραγωγός — ο, η 1. αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και αναπαραγωγή ίππων. 2. χώρα που παράγει ίππους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”